- γεργέρινος
- γεργέρινος,A = γεργῖνος, Hsch. [full] γέργερος· βρόγχος, Id.; cf. γαργαρεών. [full] γεργέροψ· ζῷον, Id. (γεργέλ- cod.). [full] γεργῖνος, ὁ, = διάβολος, Id. [full] γέργυπες· νεκροί, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.